- πλησμονώδης
- πλησμον-ώδης, ες,A filling, cloying, Hp.Acut.56. Adv.
-δῶς Gal.19.5
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-δῶς Gal.19.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλησμονώδης — ῶδες, Α [πλησμονή] αυτός που επιφέρει πλησμονή, χορταστικός. επίρρ... πλησμονωδῶς Α κατά τρόπο πλησμονώδη, χορταστικά … Dictionary of Greek
πλησμονῶδες — πλησμονώδης filling masc/fem voc sg πλησμονώδης filling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησμονωδῶς — πλησμονώδης filling adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)